λεπτό-μιτος

λεπτό-μιτος

λεπτό-μιτος, feinfädig; φᾶρος Eur. Androm. 832; νεφέλη Satyr. 1 (VI, 11).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειόμιτος — λειόμιτος, ον (Α) αυτός που εξομαλίζει τα νήματα τού υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή τού στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί μιτος, λεπτό μιτος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόμιτος — μονόμιτος, ον (Μ) αυτός που έχει υφανθεί με έναν μίτο, με μία κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. λεπτό μιτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύμιτος — η, ο / πολύμιτος, ον, ΝΜΑ 1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός τού οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα τα δαμασκηνά,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόμιτος — ον, Μ αυτός που έχει χάλκινους μίτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μίτος (πρβλ. λεπτό μιτος). Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε χαλκεομίτρας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”