- λεπτό-κνημος
λεπτό-κνημος, dünnschenklig, mit mageren Waden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-κνημος, dünnschenklig, mit mageren Waden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκνημος — η, ο (Α εὔκνημος, ον) αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔκνημος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κνημος (< κνήμη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
λασιόκνημος — η, ο (Α λασιόκνημος, ον) αυτός που έχει μαλλιαρές γάμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος, λευκό κνημος] … Dictionary of Greek
παχύκνημος — ον, Α αυτός που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος] … Dictionary of Greek