λεπτό-δερμος

λεπτό-δερμος

λεπτό-δερμος, dünn-, seinhäutig; ὁ ἄνϑρωπος λεπτοδερμότατος, Arist. part. anim. 2, 18 u. öfter; Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιπόδερμος — λιπόδερμος, ον (AM) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο χωρίς επιδερμίδα αρχ. αυτός που έχει υποστεί περιτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. λεπτό δερμος, παχύ δερμος] …   Dictionary of Greek

  • παχύδερμος — η, ο / παχύδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμα ζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • λεπτόδερμος — η ο (Α λεπτόδερμος, ον) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος) …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • οστοδερμία — ὀστοδερμία, ἡ (Μ) τα οστά και το δέρμα μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + δερμία (< δερμος < δέρμα), πρβλ. λεπτο δερμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”