λεπτό-σωμος

λεπτό-σωμος

λεπτό-σωμος, mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • χιονόσωμος — ον, Α αυτός που έχει χιονόλευκο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + σωμος (< σώμα), πρβλ. λεπτό σωμος, μεγαλό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόσωμος — η, ο αυτός που έχει μικρό και λεπτό σώμα, μικροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σώμα, σχηματισμένο από το θ. τής ονομ. αντί μικροσώματος (πρβλ. μεγαλό σωμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”