λεπτό-σαρκος

λεπτό-σαρκος

λεπτό-σαρκος, mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχύσαρκος — η, ο / παχύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη τού λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόσαρκος — ον, Α αυτός που αγαπά τις σαρκικές ηδονές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • χοντρόσαρκος — η, ο, Ν παχύσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + σαρκος (< σάρκα), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόρριζος — η, ο / σαρκόρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό ρριζος, φλοιό ρριζος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”