- λεπτό-στομος
λεπτό-στομος, mit kleinem Munde, Ggstz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-στομος, mit kleinem Munde, Ggstz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόστομος — η, ο (Α λεπτόστομος, ον) αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] … Dictionary of Greek
παχύστομος — η, ο / παχύστομος, ον, ΝΑ 1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος 2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με … Dictionary of Greek