λεπτό-σπερμος

λεπτό-σπερμος

λεπτό-σπερμος, mit dünnem, feinem Saamen, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόσπερμος — κακόσπερμος, ον (Α) αυτός που αποφέρει κακό ή λίγο σπόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό σπερμος, λεπτό σπερμος] …   Dictionary of Greek

  • υγρόσπερμος — ον, Α αυτός που έχει υγρό σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος, ολιγό σπερμος] …   Dictionary of Greek

  • σπανόσπερμο — και σπανιόσπερμος, ον, Α 1. αυτός που έχει λίγο σπέρμα ή σπόρο 2. σπανότεκνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”