- λασιό-τριχος
λασιό-τριχος, = λασιόϑριξ, Opp. Cvn. 1, 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιό-τριχος, = λασιόϑριξ, Opp. Cvn. 1, 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόθριξ — κοντόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λασιό θριξ, ουλό θριξ] … Dictionary of Greek