- λασιό-στερνος
λασιό-στερνος, mit raucher, dichtbehaarter Brust, παρδάλιες, Agath. 92 (VII, 578).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιό-στερνος, mit raucher, dichtbehaarter Brust, παρδάλιες, Agath. 92 (VII, 578).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριόστερνος — θηριόστερνος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek
καλλίστερνος — καλλίστερνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek