- λασιότης
λασιότης, ητος, ἡ, die Rauchheit, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιότης, ητος, ἡ, die Rauchheit, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιότης — λασιότης, ητος, ἡ (Α) [λάσιος] η δασύτητα, το τριχωτό … Dictionary of Greek
λασιότητα — λασιότης shagginess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιότητι — λασιότης shagginess fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek