- λαρυγγισμός
λαρυγγισμός, ὁ, das Schreien aus voller Kehle, κοράκων, Plut. de sanit. tuenda p. 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρυγγισμός, ὁ, das Schreien aus voller Kehle, κοράκων, Plut. de sanit. tuenda p. 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρυγγισμός — ο (Α λαρυγγισμός) [λαρυγγίζω] νεοελλ. 1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο τού στόματος 2. καλλωπισμός τού άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν 3. το κελάηδημα μερικών πτηνών… … Dictionary of Greek
λαρυγγισμός — ο 1. ήχος που βγαίνει από το λάρυγγα. 2. τερέτισμα, κελάδημα. 3. (ιατρ.), σπασμωδική συστολή των λαρυγγικών μυών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαρυγγισμοῖς — λαρυγγισμός croaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek