λαρυγγό-φωνος

λαρυγγό-φωνος

λαρυγγό-φωνος, der Kehlstimme ähnlich, Sopat. bei Ath. IV, 175 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορακόφωνος — η, ο (Α κορακόφωνος, η, ον) αυτός που έχει φωνή κόρακα αρχ. αυτός που λέγει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό φωνος, υψί φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ρινόφωνος — η, ο, Ν 1. αυτός που μιλά, τραγουδά ή ψάλλει με έρρινη φωνή 2. αυτός που πάσχει από ρινολαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥις, ῥινός + φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Βεργωτή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”