- λαρυγγικός
λαρυγγικός, ὁ, ein Fresser, Schlemmer, Pherecrat. bei Ath. VI, 246 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρυγγικός, ὁ, ein Fresser, Schlemmer, Pherecrat. bei Ath. VI, 246 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρυγγικός — ή, ό (Α λαρυγγικός, ή, όν) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λάρυγγα («λαρυγγικά νεύρα») 2. φρ. α) «λαρυγγική θεωρία» ή «θεωρία περί λαρυγγικών φθόγγων τής ΙΕ» θεμελιώδης θεωρία για την υφή και προέλευση τών φωνηέντων τής… … Dictionary of Greek
λαρυγγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λάρυγγα: Λαρυγγικός μυς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαρυγγικόν — λαρυγγικός gluttonous masc acc sg λαρυγγικός gluttonous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… … Dictionary of Greek
σεμνοπίθηκοι — (semnopithecus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη και ποικιλίες πιθήκων του γένους πρεσβείτης ή σεμνοπίθηκος, του πιο διαδομένου της οικογένειες των Κερκοπιθηκιδών. Λέγονται και πρεσβύτες ή απλά πίθηκοι και χαρακτηρίζονται από τη … Dictionary of Greek