- λύριον
λύριον, τό, dim. von λύρα, Ar. Ran. 1304 u. Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύριον, τό, dim. von λύρα, Ar. Ran. 1304 u. Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύριον — λύριον, τὸ (Α) [λύρα] μικρή λύρα … Dictionary of Greek
λύριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίς — λυρίς, ίδος, ἡ (Α) [λύρα] λύριον* … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek