θύριον

θύριον

θύριον, τό (ϑυρίον ist falsche Accentuation), dim. von ϑύρα, kleine Thür, Ar. Th. 26 u. Sp., wie Plut. Cleom. 8 Alciphr. 3, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… …   Dictionary of Greek

  • θύριον — little door neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρίοις — θύριον little door neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρίου — θύριον little door neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρίων — θύριον little door neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρια — θύριον little door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • АКАРНАНИЯ —    • Acarnania,          Άκαρνανία, самая западная область собственной Эллады, Graecia propria (Liv. 33, 17. Hdt. 2, 10), некогда называвшаяся будто бы также Κουρητίς, по имени своих первых обитателей куретов, а в древнейшие времена (Ноm. Il. 2,… …   Реальный словарь классических древностей

  • ФИРИЙ —    • Thyrĕum,          Θύριον, Θούριον, Фурий, город Акарнании, на юго востоке от Анактариона, около 1 часа пути от Амбракийского залива; Ф. имел крепость, и здесь происходили заседания союзного совета. Cic. ad. fam. 16, 5. Liv. 36, 11. 38, 19 …   Реальный словарь классических древностей

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”