- θόωκος
θόωκος, ὁ, ep. gedehnt statt ϑῶκος, Sitz, Od. 12, 318; Sitzung, Versammlung, 2, 26 u. sp. D., wie Coluth. 15. – Vgl. ϑῶκος u. ϑᾶκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θόωκος, ὁ, ep. gedehnt statt ϑῶκος, Sitz, Od. 12, 318; Sitzung, Versammlung, 2, 26 u. sp. D., wie Coluth. 15. – Vgl. ϑῶκος u. ϑᾶκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θόωκος — θόωκος, ὁ (Α) θώκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού θώκος*] … Dictionary of Greek
θόωκος — θᾶκος seat masc nom sg (epic) θόωκος seat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] … Dictionary of Greek
αντιθόωκος — ἀντιθόωκος, ον (Α) ο αντίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θόωκος, επικ. τ. του θώκος «έδρα, κάθισμα»] … Dictionary of Greek
θάκος — θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α) βλ. θώκος … Dictionary of Greek
θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου … Dictionary of Greek
θοώκοις — θᾶκος seat masc dat pl (epic) θόωκος seat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκου — θᾶκος seat masc gen sg (epic) θόωκος seat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκους — θᾶκος seat masc acc pl (epic) θόωκος seat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκων — θᾶκος seat masc gen pl (epic) θόωκος seat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοώκῳ — θᾶκος seat masc dat sg (epic) θόωκος seat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)