- λόε
λόε, ep. aor. zu λοέω, λούω, Od. 10, 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόε, ep. aor. zu λοέω, λούω, Od. 10, 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόε — λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λό' — λόε , λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλοέτειρα — εὐλοέτειρα, ἡ (Α) (για πόλη) αυτή που έχει ωραία λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. λοε τού λούω (< *λοέω) + θηλ. κατάλ. τειρα] … Dictionary of Greek
λόεν — λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (epic) λόε̄ν , λούω lǎvo pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)