λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek
λοχίων — λόχιος of fem gen pl λόχιος of masc/neut gen pl λοχάω lie in wait for pres part act masc nom sg (epic doric ionic) λοχέος masc gen pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχιον — λόχιος of masc acc sg λόχιος of neut nom/voc/acc sg λοχάω lie in wait for imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) λοχάω lie in wait for imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχιᾶν — λόχιος of masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίαις — λόχιος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίη — λόχιος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίην — λόχιος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίης — λόχιος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίοιο — λόχιος of masc/neut gen sg (epic) λοχάω lie in wait for pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίοις — λόχιος of masc/neut dat pl λοχάω lie in wait for pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) λοχέος masc dat pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίοισι — λόχιος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λοχάω lie in wait for pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)