λόχευμα

λόχευμα

λόχευμα, τό, die Geburt, das Geborene; λοχεύματα ἐλοχεύσατο Eur. Ion 921, λόχευμα Ἰοκάστης Phoen. 810, öfter, u. sp. D., wie Anacr. 54, 19. – Aber κάλυκος ἐν λοχεύμασιν ist = im Gebären, im Mutterschooß, Aesch. Ag. 1365; vgl. Eur. El. 1124.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λόχευμα — λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω] 1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.) 2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς… …   Dictionary of Greek

  • λόχευμα — that which is born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχευμ' — λόχευμα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχευμάτων — λόχευμα that which is born neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύμασιν — λόχευμα that which is born neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύματα — λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύμαθ' — λοχεύματα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl λοχεύματι , λόχευμα that which is born neut dat sg λοχεύματε , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”