λόχευμα — λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω] 1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.) 2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς… … Dictionary of Greek
λόχευμα — that which is born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχευμ' — λόχευμα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχευμάτων — λόχευμα that which is born neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύμασιν — λόχευμα that which is born neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύματα — λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύμαθ' — λοχεύματα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl λοχεύματι , λόχευμα that which is born neut dat sg λοχεύματε , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς … Dictionary of Greek