- λόχμιος
λόχμιος, = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόχμιος, = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόχμιος — λόχμιος, ον (Α) [λόχμη] 1. λοχμαίος* 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια η λόχμη … Dictionary of Greek
λόχμιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμιον — λόχμιος masc/fem acc sg λόχμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμια — λόχμιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)