λυρ-ῳδός

λυρ-ῳδός

λυρ-ῳδός, , = λυραοιδός, Plut. Sull. 33 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
https://greek2deu.de-academic.com/57170/%CE%BB%CF%85%CF%81 Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”