- θυρᾱ-μάχος
θυρᾱ-μάχος, draußen, vor der Thür kämpfend, Pratinas bei Ath. XIV, 617 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρᾱ-μάχος, draußen, vor der Thür kämpfend, Pratinas bei Ath. XIV, 617 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek