- λυρ-ώδης
λυρ-ώδης, ες, lyraartig, übh. = λυρικός, μέλη, lyrische Gedichte, En. ad. 280 (Ann. 176).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρ-ώδης, ες, lyraartig, übh. = λυρικός, μέλη, lyrische Gedichte, En. ad. 280 (Ann. 176).
http://www.zeno.org/Pape-1880.