- θυρο-κόπος
θυρο-κόπος, an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρο-κόπος, an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοκόπος — ὀνοκόπος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο κόπος] … Dictionary of Greek