- λυρο-κτύπος
λυρο-κτύπος, die Lyra schlagend, d. i. spielend, Nonn. par. 7, 165. Bei Lycophr. 918 = wie eine Lyra tönend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρο-κτύπος, die Lyra schlagend, d. i. spielend, Nonn. par. 7, 165. Bei Lycophr. 918 = wie eine Lyra tönend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπλοκτυπία — ὁπλοκτυπία, ἡ (Α) πιθ. η οπλομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κτυπία (< κτύπος < κτύπος), πρβλ. λυρο κτυπία] … Dictionary of Greek