- λυρικός
λυρικός, zum Spielen auf der Lyra gehörig, zur Lyra zu singen, mit der Lyra begleitet, ὁ λυρικός, der lyrische Dichter, Plut. Num. 4 u. Anth., λυρικὰ ᾄσματα od. μέλη, lyrische Gedichte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρικός, zum Spielen auf der Lyra gehörig, zur Lyra zu singen, mit der Lyra begleitet, ὁ λυρικός, der lyrische Dichter, Plut. Num. 4 u. Anth., λυρικὰ ᾄσματα od. μέλη, lyrische Gedichte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή … Dictionary of Greek
λυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα. 2. αυτό που ψαλλόταν με τη συνοδεία λύρας: Λυρική ποίηση. 3. ποίημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο του ποιητή: Ο Πορφύρας είναι λυρικός ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρικά — λυρικός of neut nom/voc/acc pl λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc/acc dual λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικῶν — λυρικός of fem gen pl λυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικόν — λυρικός of masc acc sg λυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκρέων — Λυρικός ποιητής και αθλητής από τη Ρόδο. Επειδή τον εξόρισαν ως μηδίζοντα, σατίρισε δηκτικά τον Θεμιστοκλή. Σατίρισε επίσης τον ποιητή Σιμωνίδη, που του απάντησε με το επίγραμμα: «Πολλά πιών και πολλά φαγών και πολλά κακ’ ειπών ανθρώπους· κείμαι… … Dictionary of Greek
Φιλόδαμος — Λυρικός ποιητής από τη Σκάρφεια, (τέλη 4ου αι. π.Χ. – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ήταν πρόξενος των Δελφών, και επί άρχοντα Ετυμώνδα (335 – 334 ή 325 – 324 π.Χ.) έγραψε έναν παιάνα προς τιμήν του Διονύσου, που διατηρήθηκε χαραγμένος πάνω σε πέτρα.… … Dictionary of Greek
λυρικοῖς — λυρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοί — λυρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοῦ — λυρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)