- θυριδωτός
θυριδωτός, mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυριδωτός, mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυριδωτός — ή, ό (Α θυριδωτός, ή, όν) αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, θολ ωτός)] … Dictionary of Greek
θυριδωτή — θυριδωτός having apertures fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)