- λυρόεις
λυρόεις, εσσα, εν, lyraähnlich, σκινδαψός, Theopomp. bei Ath. IV, 183 b. S. auch λυρόϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρόεις, εσσα, εν, lyraähnlich, σκινδαψός, Theopomp. bei Ath. IV, 183 b. S. auch λυρόϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρόεις — λυρόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που μοιάζει με λύρα 2. αυτός που αναφέρεται στη λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + επίθ. (ο)εις (πρβλ. αστερ όεις, ιχθυ όει ς)] … Dictionary of Greek
λυρόεν — λυρόεις like the lyre masc voc sg λυρόεις like the lyre neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρόεντα — λυρόεις like the lyre neut nom/voc/acc pl λυρόεις like the lyre masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
λυρώδης — λυρώδης, ῶδες (Α) [λύρα] λυρόεις* … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek