- θρεο-κάρδιος
θρεο-κάρδιος, ἀνήρ, Anacr. 65, 5, Schol. Hephaest. p. 125, l. d., betrübtes Herzens; Conj. ϑεοκάρδιος u. ϑρασυκάρδιος, s. Bergk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρεο-κάρδιος, ἀνήρ, Anacr. 65, 5, Schol. Hephaest. p. 125, l. d., betrübtes Herzens; Conj. ϑεοκάρδιος u. ϑρασυκάρδιος, s. Bergk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρεοκάρδιος — θρεοκάρδιος, ον (Α) θλιμμένος, με καρδιά λυπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεο (< θρέομαι) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek