- θριάζω
θριάζω, nach Hesych. 1) φυλλολογεῖν, von ϑρῖον, Feigenblätter ablesen. – 2) ἐνϑουσιάζειν, vom Folgenden, in Begeisterung weissagen; E. M. 455, 44. Bei B. A. 265 auch θριᾶσθαι τὸ μαντεύεσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριάζω, nach Hesych. 1) φυλλολογεῖν, von ϑρῖον, Feigenblätter ablesen. – 2) ἐνϑουσιάζειν, vom Folgenden, in Begeisterung weissagen; E. M. 455, 44. Bei B. A. 265 auch θριᾶσθαι τὸ μαντεύεσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριάζω — (Α) 1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω 2. μαζεύω φύλλα συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»] … Dictionary of Greek
ὑπαιθριάσας — ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air pres part act fem acc pl (doric) ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air pres part act fem gen sg (doric) ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air aor part act masc nom/voc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποθριάζω — ἀποθριάζω (Α) 1. μαδώ τα φύλλα της συκιάς 2. ειρων. ευνουχίζω (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + θριάζω < θρίον «φύλλο συκιάς»] … Dictionary of Greek
ενθρίακτος — ἐνθρίακτος, ον (Α) [θριάζω] ένθεος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος … Dictionary of Greek
θρίασις — θρίασις, ἡ (Α) ενθουσιασμός, μαντική έκσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θριαί) «βρίσκομαι σε έκσταση, προφητεύω»] … Dictionary of Greek
θριαί — θριαί, αἱ (Α) 1. οι νύμφες τού Παρνασσού, τροφοί τού Απόλλωνος 2. οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα θρίαμβος, το αριθμητ. τρεις και, τέλος, με το θρία «φύλλα… … Dictionary of Greek
θριαστής — θριαστής, ὁ (Α) αυτός που καλλιεργεί συκιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θρίον) «συλλέγω φύλλα συκιάς»] … Dictionary of Greek
ἐνθριάζειν — ἐν θριάζω to be rapt pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)