- θριο-βόλος
θριο-βόλος, Steine, ϑριαί, zum Weissagen in eine Urne werfend, sprichwörtlich πολλοὶ ϑρ., παῠροι δέ τε μάντιες ἄνδρες, St. B. v. Θρία. Vgl. Lob. Aglaopham. p. 814.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριο-βόλος, Steine, ϑριαί, zum Weissagen in eine Urne werfend, sprichwörtlich πολλοὶ ϑρ., παῠροι δέ τε μάντιες ἄνδρες, St. B. v. Θρία. Vgl. Lob. Aglaopham. p. 814.
http://www.zeno.org/Pape-1880.