θρασύ-λογος

θρασύ-λογος

θρασύ-λογος, keck redend, E. M. 133, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασυλόγος — θρασυλόγος, ον (Α) αυτός που μιλά με θάρρος, με τόλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + λογος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, κακη λόγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”