- θρασύ-μητις
θρασύ-μητις, Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύ-μητις, Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύμητις — θρασύμητις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήτις «σύνεση, σκέψη»] … Dictionary of Greek