- θρασυ-μέμνων
θρασυ-μέμνων, ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. ϑρασὺς κατὰ τὸ μένος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυ-μέμνων, ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. ϑρασὺς κατὰ τὸ μένος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυμέμνων — θρασυμέμνων, ονος,ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τού Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»] … Dictionary of Greek