θρασυ-ξενία

θρασυ-ξενία

θρασυ-ξενία, , Keckheit eines Fremden, Plat. Legg. XI, 879 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασυξενία — θρασυξενία, ἡ (Α) το υπερβολικό θάρρος ξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + ξενία (< ξένος), πρβλ. φιλο ξενία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”