- θρύλλημα
θρύλλημα, τό, besser ϑρῡλημα, das Vielbesprochene, Allbekannte, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρύλλημα, τό, besser ϑρῡλημα, das Vielbesprochene, Allbekannte, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρύλλημα — θρύλλημα, τὸ (Μ) [θρυλλώ] κοινότοπες συζητήσεις, λόγια χωρίς ουσία … Dictionary of Greek