- θρύλλος
θρύλλος, ὁ, besser attisch ϑρῦλος, ὁ (s. ϑρυλλέω), Lärmt, Geräusch, πόϑεν ἡ στάσις ἢ τίς ὁ ϑρύλλος; Batrach. 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρύλλος, ὁ, besser attisch ϑρῦλος, ὁ (s. ϑρυλλέω), Lärmt, Geräusch, πόϑεν ἡ στάσις ἢ τίς ὁ ϑρύλλος; Batrach. 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρύλλος — θρύλλος, ὁ (ΑΜ) βλ. θρύλος … Dictionary of Greek
θρύλλος — θρῦλος noise as of many voices masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Trollen — Trollen, verb. reg. act. et neutr. im letzten Falle mit seyn und haben, welches eine Onomatopöie eines rollenden oder trollenden Lautes ist, und daher in allen den Fällen gebraucht wurde, in welchen dieser Laut statt findet. 1. * Eine Art… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
θρυλλίζω — (Μ) [θρύλλος] επαναλαμβάνω … Dictionary of Greek
θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] … Dictionary of Greek
θρυλλώ — θρυλλῶ, έω (ΑΜ) [θρύλλος] διαταράσσω με τα λόγια μου μσν. αμφισβητώ … Dictionary of Greek
θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται … Dictionary of Greek
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek
συνθρυλλώ — έω, Μ διαδίδω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρυλῶ (< θρύλος / θρύλλος)] … Dictionary of Greek