- θρασυ-πτόλεμος
θρασυ-πτόλεμος, kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυ-πτόλεμος, kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] … Dictionary of Greek