θρόμβος — lump masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή … Dictionary of Greek
θρόμβος — ο 1. πήγμα αίματος: Όταν ένας θρόμβος αποφράξει ένα αγγείο, τότε προκαλείται γάγγραινα. 2. μεγάλη σταγόνα: Θρόμβος ιδρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρόμβοι — θρόμβος lump masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβοις — θρόμβος lump masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβοισι — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβοισιν — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβον — θρόμβος lump masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβου — θρόμβος lump masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβους — θρόμβος lump masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβων — θρόμβος lump masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)