θρόμβος

θρόμβος

θρόμβος, ὁ (τρέφω), eigtl. eine geronnene Blutmasse, αἵματος, φόνου, Aesch. Ch. 526 Eum. 175; sp. D., wie Diosc. 13 (VII, 430); auch Plat. Critia. 120 a. Von geronnener Milch, Antiphan. bei Ath. X, 449 c; Nic. Al. 373. Vom Salz, das aus kleinen Theilchen zu einer Masse krystallisirt ist, Diosc.; vom Asphalt, Her. 1, 179.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρόμβος — lump masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • θρόμβος — ο 1. πήγμα αίματος: Όταν ένας θρόμβος αποφράξει ένα αγγείο, τότε προκαλείται γάγγραινα. 2. μεγάλη σταγόνα: Θρόμβος ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρόμβοι — θρόμβος lump masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοις — θρόμβος lump masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοισι — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοισιν — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβον — θρόμβος lump masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβου — θρόμβος lump masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβους — θρόμβος lump masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβων — θρόμβος lump masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”