θρόνιον

θρόνιον

θρόνιον, τό, dim. von ϑρόνος, VLL., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρόνιον — θρόνιον, τὸ (Α) [θρόνος] βλ. θρονί …   Dictionary of Greek

  • Θρόνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФРОНИЙ —    • Θρόνιον,          укрепленная столица эпикнемидских Локров, у реки Боагрия. В 429 г. она была взята афинянином Клеопомпом, в священную войну разграблена фокейцами, после чего была, однако, снова восстановлена. Ноm. Il. 2, 533. Thuc. 2, 26.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Θρονίου — Θρόνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίου — θρόνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… …   Dictionary of Greek

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛОКРЫ —    • Locris,          Λοκρίς и Λοκροί, по преданию, получили название свое от Локра, правнука Амфиктиона и вождя колонии лелегов. Вследствие разрозненности своих частей народ этот никогда не мог достигнуть никакого значения в истории. В самой… …   Реальный словарь классических древностей

  • ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”