- θρόμβωσις
θρόμβωσις, ἡ, das Gerinnenmachen, das Gerinnen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρόμβωσις, ἡ, das Gerinnenmachen, das Gerinnen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρόμβωσις — becoming curdled fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβώσεις — θρόμβωσις becoming curdled fem nom/voc pl (attic epic) θρόμβωσις becoming curdled fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβώσεσιν — θρόμβωσις becoming curdled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόμβωσιν — θρόμβωσις becoming curdled fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thrombosis — Classification and external resources Acute arterial thrombosis of the right leg (note the blue discoloration) ICD 10 I … Wikipedia
Trombosis — (Del gr. thrombos, coágulo + osis, enfermedad no inflamatoria.) ► sustantivo femenino MEDICINA Formación de un coágulo en un vaso sanguíneo que impide o dificulta la circulación de la sangre. IRREG. plural trombosis * * * trombosis (del gr.… … Enciclopedia Universal
θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… … Dictionary of Greek
θρομβώσεως — θρομβώσεω̆ς , θρόμβωσις becoming curdled fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
trombosis — (Del gr. θρόμβωσις, coagulación). f. Med. Formación de un trombo en el interior de un vaso sanguíneo … Diccionario de la lengua española