- θρόνα
θρόνα, τά, Blumenverzierungen in Geweben, ἱστὸν ὕφαινε, – ἐν δὲ ϑρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il. 22, 440, Schol. ἄνϑη; Hesych. καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα; Theocr. 2, 59 νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ ϑρόνα ταῦϑ' ὑπόμαξον τᾶς τήνω φλιᾶς, Zaubermittel, aus Kräutern u. Blumen bereitet, nach dem Schol. ätolisch für φάρμακα; vgl. Nonn. D. 37, 415 πῆ ϑρόνα, πῆ βοτάναι, πῆ φάρμακα ποικίλα Κίρκης; Lycophr. 674 Nic. Th. 936, der 413 ϑρόνα πάντα καὶ ἀλϑεστήρια νούσων vrbdt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.