θρυαλλίς

θρυαλλίς

θρυαλλίς, ίδος, ἡ, Docht zur Lampe, Ar. Nubb. 60. 576 u. öfter; Philyll. Ath. XV, 700 f; Plut. u. a. Sp. Bei Nic. Th. 899 eine Pflanze; vgl. Hel. 9, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρυαλλίς — plantain fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδα — θρυαλλίς plantain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδας — θρυαλλίς plantain fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδες — θρυαλλίς plantain fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδι — θρυαλλίς plantain fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδος — θρυαλλίς plantain fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδων — θρυαλλίς plantain fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίσι — θρυαλλίς plantain fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίσιν — θρυαλλίς plantain fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυαλλίδ' — θρυαλλίδα , θρυαλλίς plantain fem acc sg θρυαλλίδι , θρυαλλίς plantain fem dat sg θρυαλλίδε , θρυαλλίς plantain fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛИХН, ЛАМПА — •Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”