- θρυαλλίδιον
θρυαλλίδιον, τό, dim. zum Folgdn, Luc. Tim. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυαλλίδιον, τό, dim. zum Folgdn, Luc. Tim. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυαλλίδιον — θρυαλλίδιον, τὸ (Α) φιτιλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρυαλλίς ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν ίον βιβλ ίον)] … Dictionary of Greek
θρυαλλίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… … Dictionary of Greek