- θρυμματίς
θρυμματίς, ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυμματίς, ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυμματίς — θρυμματίς, ίδος, ἡ (Α) [θρύμμα] είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα … Dictionary of Greek
θρυμματίς — a sort of cake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυμματίδα — θρυμματίς a sort of cake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυμματίδες — θρυμματίς a sort of cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθρυμματίς — ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς] είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον … Dictionary of Greek