μαῖμαξ

μαῖμαξ

μαῖμαξ, ακος, ὁ, stürmisch, tobend, Hesych. erkl. ταραχώδης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαίμαξ — μαῑμαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταραχώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιμάσσω «λαχταρώ, μαίνομαι, προκαλώ τρόμο» + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • μαῖμαξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MAEMACTES — Graece Μαιμάκτης: Sic enim Iuppiter Athenis dictus est, quasi furiosus et turbulentus; a verbo μαιμάσσειν vel μαιμάζειν, quod inter cetera strepere est, turbari, tumultuari. Suidas, Μαιμάζει, σφύζει, προθυμε̑ι, κυματοῦται, πηδᾷ, καχλάζει,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μαίμακα — μαίμακος violent neut nom/voc/acc pl μαῖμαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαίμακος — violent masc/fem nom sg μαῖμαξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”