Δῖνος — whirling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖνος — whirling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνος — ο (Α δῑνος) ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας τού αποστακτικού λέβητα αρχ. 1. δίνη, κυκλική κίνηση 2. στρόβιλος 3. είδος χορού 4. ίλιγγος, ζάλη 5. αλώνι 6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος 7. τόρνος 8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον… … Dictionary of Greek
Δῖνοι — δῖνος whirling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖνοι — δῖνος whirling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖνον — δῖνος whirling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖνον — δῖνος whirling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dinoflagellate — Dinoflagellates Temporal range: 440–0 Ma … Wikipedia
δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός … Dictionary of Greek
περίδινος — ὁ, ἡ, Α 1. περιπλανώμενος 2. πειρατής («περίδ[ε]ινον πειρατήν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δινος (< δίνη), πρβλ. σκοτό δινος] … Dictionary of Greek
Δίνω — Δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual Δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)