μαῖα

μαῖα

μαῖα, , eigtl. die Amme, Eur. Hipp 243. 311; bei Hom. freundliche, ehrende Anrede an ältere Frauen, bes. an solche, die Wärterinnen, Ammen der Kinder gewesen sind, liebes Mütterchen, im voc., Od. 2, 349. 19, 482 u. öfter Anrede an die Eurykleia; H. h. Cer. 147; ἰὼ Γαῖα μαῖα, Aesch. Ch. 43, wie μᾶ γᾶ, Mutter Erde; vgl. Eur. Alc. 394. – Bei den Doriern = Großmutter, Iambl. v. Pyth. 11, 56; – die Hebamme, Plat. Theaet. 149 a ff.; VLL. – Bei Arist. H. A. 4, 2 eine große Art Meerkrebs. – S. auch nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μαία — Μαΐᾱ , Μάιος Maius fem nom/voc/acc dual Μαΐᾱ , Μάιος Maius fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱ , Μαῖα fem nom/voc/acc dual Μαίᾱ , Μαῖα fem nom/voc/acc dual (ionic) Μαίᾱ , Μαῖα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαίᾳ — Μαΐᾱͅ , Μάιος Maius fem dat sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱͅ , Μαῖα fem dat sg (attic doric aeolic) Μαίᾱͅ , Μαῖα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαῖα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαῖα — good mother fem nom/voc sg μαῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαία — μαί̱ᾱ , μαῖα good mother fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαίᾳ — μαί̱ᾱͅ , μαῖα good mother fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαία — η αυτή που ξεγεννάει τις έγκυες γυναίκες, η μαμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαίας — Μαΐᾱς , Μάιος Maius fem acc pl Μαΐᾱς , Μάιος Maius fem gen sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱς , Μαῖα fem acc pl Μαί̱ᾱς , Μαῖα fem gen sg (attic doric aeolic) Μαίᾱς , Μαῖα fem acc pl (ionic) Μαίᾱς , Μαῖα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαῖ' — Μαῖα , Μαῖα fem nom/voc sg Μαῖαι , Μαῖα fem nom/voc pl Μαῖαι , Μαῖα fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαῖ' — μαῖα , μαῖα good mother fem nom/voc sg μαῖαι , μαῖα good mother fem nom/voc pl μαῖα , μαῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”