- δῖα
δῖα, fem. zu δῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῖα, fem. zu δῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)