- δᾱλίον
δᾱλίον, τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δᾱλίον, τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαλίον — δαλίον, το (Α) μικρός δαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δαλός*] … Dictionary of Greek
δαλίον — neut nom/voc/acc sg δᾱλίον , δαλός fire brand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάλιον — Δά̱λιον , Δήλιος Delian masc acc sg (doric) Δά̱λιον , Δήλιος Delian neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλίων — δαλίον neut gen pl δᾱλίων , δαλός fire brand neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)